- ἀναίσθητοι
- ἀναίσθητοςwithout sensemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφώνιος — και τυφώνειος και τυφαόνιος, (ε)ία, ον, Α [Τυφῶν, ῶνος / Τυφάων] 1. τυφωνικός 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις β) (κατ επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί 3. το… … Dictionary of Greek
Τροφώνιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Απόλλωνα και της Επικάστης, του Δία και της Ιοκάστης ή του Εργίνη, βασιλιά του Ορχομενού των Μινυών. Τον συγχέουν επίσης με τον Χθόνιο Ερμή, και γι’ αυτό τον έλεγαν γιο του Βάκχου και της Περσεφόνης. Παιδιά του Τ.… … Dictionary of Greek